Νίκος Αστρινίδης
 
 

Ο Νικόλαος Αστρινίδης (6 Μαΐου 1921-) είναι συνθέτης, αρχιµουσικός, πιανίστας, και παιδαγωγός. Θεωρείται ένας από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εθνικής σχολής και από τους κορυφαίους Έλληνες συµφωνιστές της µεταπολεµικής περιόδου.

Βίος
Έλληνας της Βαλκανικής ∆ιασποράς, ο Αστρινίδης γεννήθηκε και µεγάλωσε στο Άκερµαν της Βεσσαραβίας (Ρουµανία). Ο πατέρας του, µετανάστης από το Σκοπό της Ανατολικής Θράκης, δηµιούργησε σηµαντική περιουσία στην τσαρική Ρωσία. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, κατέφυγε στη Βεσσαραβία,
προσαρτηµένη εκείνη την εποχή στην Ρουµανία, όπου παντρεύτηκε µια Ρουµανορωσίδα και απέκτησε τρεις γιους. Παρά την ισχυρή Ελληνική συνείδηση στην οικογένεια, κανείς δεν µιλούσε Ελληνικά. Ο συνθέτης µεγάλωσε στην κοσµοπολίτικη ατµόσφαιρα της µεσοπολεµικής Ρουµανίας και ήδη από την εφηβική του
ηλικία έδειξε σηµαντική κλίση στη µουσική. Ικανοποιώντας πατρικές επιθυµίες σπούδασε Χηµεία στο Πανεπιστήµιο του Βουκουρεστίου, ενώ ταυτόχρονα φοίτησε στο Ωδείο της ίδιας πόλης. Καταλυτική για την καλλιτεχνική του ανάπτυξη υπήρξε η επιρροή του Dinu Lipatti, που µόλις είχε επιστρέψει από το
Παρίσι, και τού πρόσφερε ιδιωτικά µαθήµατα στο πιάνο και τη σύνθεση.

Η έναρξη του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου έφερε σύντοµα χάος και στην Ρουµανία. Η Σοβιετική εισβολή του 1940 χώρισε την οικογένεια Αστρινίδη στα δύο. Μετά από κινηµατογραφικές περιπέτειες, ο συνθέτης και οι γονείς του κατάφεραν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Ο Αστρινίδης κατατάχθηκε στην Ελληνική
Βασιλική Αεροπορία και υπηρέτησε στην 335η µοίρα καταδιώξεων υπό τον θρυλικό Βαρβαρέσο. Τα δύο χρόνια που πέρασε στο µέτωπο της Λιβύης υπήρξαν τα πλέον δραµατικά για την έκβαση του πολέµου. Ένας τραυµατισµός στο πόδι και η ακόλουθη παρασηµοφόρηση (Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων) έφεραν
τον συνθέτη στο Κάιρο, την πλέον κοσµοπολίτικη πρωτεύουσα του κόσµου. Εκεί ξεκίνησε τη σταδιοδροµία του ως πιανίστας και συνθέτης, δίνοντας περίπου 80 συναυλίες για τα Ελληνικά και Συµµαχικά στρατεύµατα. Το 1944 έλαβε το Πρώτο Βραβείο Πιανιστικής Ερµηνείας και Σύνθεσης στο φηµισµένο
Eisteddfod Festival µε την Κυπριακή Ραψωδία και τον επόµενο χρόνο (1945) διηύθυνε στην Όπερα του
Καΐρου το συµφωνικό του έργο Οιδίπους Τύραννος.

Μετά την αποστράτευσή του το 1947 πήγε στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Schola Cantorum παίρνοντας διπλώµατα δεξιοτεχνίας πιάνου και σύνθεσης µε βαθµό άριστα. Σχεδόν αµέσως άρχισε συνεχείς περιοδείες ως πιανίστας σε όλο τον κόσµο δίνοντας περισσότερες από 3000 συναυλίες είτε
ως σολίστ είτε σε σύµπραξη µε άλλους καλλιτέχνες. Συνεργάστηκε, µεταξύ άλλων, µε τον βιολοντσελίστα Bernard Michelin και µε τους βιολονίστες Christian Ferras, Henryk Szeryng και Jacques Thibaud, ενώ έχει ηχογραφήσει στους ραδιοφωνικούς σταθµούς των περισσότερων µεγάλων πρωτευουσών του κόσµου. Συµµετείχε, επίσης, στα Φεστιβάλ Αθηνών και Οχρίδας. Το 1949 ο µουσικός οίκος "Ricordi Ameri-cana" εξέδωσε έργα του για πιάνο. Η α' εκτέλεση του συµφωνικού του ποιήµατος "Ο Πύργος της Μοναξιάς" στο Theatre des Champs-Elysees, στο Παρίσι, το 1950 από την Οrchestre de la Societe des Concerts du Conservatoire και αναµεταδόθηκε από το Εθνικό ∆ίκτυο της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Επίσης, το έργο του "Fantaisie Concertante" για βιολί και πιάνο εκτελέστηκε στην Salle Gaveau στο Παρίσι το 1951 και στο Φεστιβάλ του Αµβούργου το 1952. Στην τριετία 1959-1962 βρέθηκε σχεδόν µόνιµα στη Μαρτινίκα των Γαλλικών Αντιλλών, όπου ύστερα από εντολή της Γαλλικής Κυβέρνησης µαζί µε την Colette Frantz ίδρυσαν και διηύθυναν µουσική σχολή, ενώ ο ίδιος ίδρυσε και διηύθυνε την Ορχήστρα ∆ωµατίου των Γαλλικών Αντιλών. Από το 1965 και ως το 1986 ήταν διευθυντής της Φιλαρµονικής και της Μικτής Χορωδίας του ∆ήµου Θεσσαλονίκης.

Τον επόµενο χρόνο (1966) παρουσίασε στα "Α' ∆ηµήτρια" τα ορατόριά του "Άγιος ∆ηµήτριος" και "Κύριλλος και Μεθόδιος". Στα πλαίσια της ίδιας διοργάνωσης εκτελέστηκαν το ορατόριό του "Ψαλµοί" (1968) και η "Συµφωνία 1821" (1971). Από το 1970 έχει πραγµατοποιήσει 15 περίπου περιοδείες µε την
τριπλή του ιδιότητα στη Ρουµανία και τη Βουλγαρία. Υπήρξε ιδρυτικό µέλος της Μουσικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, ενώ διετέλεσε και µέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Από τους πιο ένθερµους υποστηρικτές της κίνησης για τη δηµιουργία Όπερας στη Θεσσαλονίκη, διηύθυνε µερικές από τις πρώτες παραστάσεις της Όπερας Θεσσαλονίκης, ενώ αργότερα ίδρυσε και διηύθυνε τις παραστάσεις της Όπερας ∆ωµατίου Βορείου Ελλάδος. Από το 1979 διευθύνει τη Μαντολινάτα Θεσσαλονίκης και από το 1980 είναι διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Έχει τιµηθεί µε το Μετάλλιο του Τάγµατος Γεωργίου Α' (1962). Είναι µέλος της Γαλλικής "Ένωσης Συγγραφέων, Συνθετών και Μουσικών Εκδοτών" (S.A.C.E.M., Παρίσι), της "∆ιεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής"(Παρίσι) και της "Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών"- Αθήνα. Το συνθετικό του έργο, αναγνωρισµένο ήδη από τα µέσα της δεκαετίας του '40, περιλαµβάνει ορατόρια, συµφωνικά έργα, συνθέσεις για πιάνο, και µουσική δωµατίου, σκηνική µουσική και τραγούδια, ενώ πρόσφατα αποτέλεσε θέµα διπλωµατικής εργασίας στο Τµήµα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτέλειο Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου. Συναυλίες αποκλειστικά αφιερωµένες στο έργο του έχουν δοθεί σε πολλές πόλεις του κόσµου.
To 2010 εκδόθηκε από τη Subways Music ο δίσκος «Νίκος Αστρινίδης – 90στά γενέθλια» µε έργα για σόλο πιάνο και έργα µουσικής δωµατίου µε κεντρική ερµηνεύτρια του δίσκου την πιανίστρια Ερατώ Αλακιοζίδου. Σταδιοδροµία

Η διεθνής σταδιοδροµία του Αστρινίδη (1947-1964) υπήρξε εντυπωσιακότατη, περιλαµβάνοντας περίπου 3000 συναυλίες σε τέσσερις ηπείρους, συνεργασίες µε κορυφαίους σολίστ (Jacques Thibaud, Henryk Szeryng) και πρεµιέρες σε σηµαντικές αίθουσες και φεστιβάλ. Οι συνεχείς µετακινήσεις όµως περιόρισαν
τη συνθετική του δραστηριότητα. Μολονότι η εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη τον έκοψε από τη διεθνή σκηνή, τού πρόσφερε χρόνο να συνθέσει µεγάλα συµφωνικά έργα σε θέµατα της προτίµησής του. Επίσης είχε την ευκαιρία να πρωτοπορήσει στη δηµιουργία καλλιτεχνικών δεσµών µε Βαλκάνιες χώρες, ιδιαίτερα τη Ρουµανία και τη Βουλγαρία. Για 21 χρόνια διετέλεσε αρχιµουσικός της Φιλαρµονικής Ορχήστρας ∆ήµου Θεσσαλονίκης. Στις 14 Μαρτίου του 1990 έγινε συναυλία προς τιµήν του µε τις Μαρία Τάνη, Έφη Χατζηδηµητρίου και άλλες καλλιτέχνιδες απο τη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει χορωδία µε το όνοµα του. Επίσης είναι καλλιτεχνικός σύµβουλος στην Κυπριακή Ακαδηµία µουσικής.

Εργογραφία
Έγραψε τα έργα Άγιος ∆ηµήτριος, Κύριλλος και Μεθόδιος, Νεανικά χρόνια του Μέγα Αλέξανδρου, Κυπριακή ραψωδία (1944-1945), ∆ύο κοµµάτια σε ελληνικό ύφος, Συµφωνία 1821 κ.α. Τη συστηµατική καταγραφή και µελέτη του έργου του έχει αναλάβει ο ∆ρ. Ηλίας Χρυσοχοΐδης, συγγραφέας της διπλωµατικής εργασίας Το συνθετικό έργο του Νίκου Αστρινίδη: Μια πρώτη προσέγγιση (Τµήµα Μουσικών Σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο, 1992).